-
1 δέμας
δέμας, τό, nur nom. u. acc., 1) der Körperbau, Statur des Menschen ( δέμω, nicht von δέω, wie Plut. bei Stob. ὡς δεδεμένης ὑπ' αὐτοῦ τῆς ψυχῆς βίᾳ); neben φυή Il. 1, 115 Od. 7, 210; neben εἶδος Od. 11, 469 Iliad. 24, 376; häufig neben adj., μικρὸς δέμας, klein von Statur, Iliad. 5, 801; Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δἔμας ἠδὲ καὶ αὐδήν Od. 2, 268; gew. von lebenden Menschen, Lehrs Aristarch. p. 95; seltener von Thieren, Od. 10, 240. 17, 307; wie ἀκέντητον δέμας Pind. Ol. 1, 20; vom Fisch Anaxandr. Ath. VII, 295 e; vom Leichnam Soph. Ant. 205; vgl. Schol. Il. 1, 115. – 2) übh. der Körper, bes. Tragg. in Umschreibungen, μητρῷον δέμας, = μητέρα, Aesch. Eum. 84; Δανάας δέμας Soph. Ant. 936; οἰκετῶν Tr. 904; oft Eur., z. B. Or. 107 El. 1139; τὸ ἀστερωπὸν οὐρανοῠ δέμας Eur. frg.; ὕλης δέμας Orph. lith. 266. – 3) adverbial, nach Art, instar, οἱ μὲν μἀρναντο δέμας πυρὸς (αἰϑομένοιο) Il. 11, 596. 13, 673. 17, 366. 18, 1; Soph. frg. 239. – 4) das männliche Glied, Plat. com. bei Ath. I, 5 c.
-
2 μικρός
μικρός (vgl. σμικρός u. μικκός), klein; Hom. nur Il. 5, 801, δέμας μὲν μικρός, klein von Körper, u. Od. 3, 296, μικρὸς δὲ λίϑος μέγα κῠμ' ἀποέργει; Eur. μ' ἔϑρεψε μικρὸν ὄντα, Or. 462; μικρὸς τὸ σῶμα, Ath. XII, 552 c; – von der Zeit, Pind. μικρῷ χρόνῳ, Ol. 12, 12, wie Eur. I. T. 306 u. sonst; εἰς μικρὸν χρόνον, Plat. Rep. VI, 498 b, wo aber wie an anderen Stellen σμικρός v. l. ist; ἐν μικρῷ, bald, Xen. Cyr. 5, 32; πρὸ μικροῦ, vor Kurzem, Poll. 1, 72; – von andern Dingen, οὐ μικρὰν νόσον, Aesch. Prom. 979; μικρὰ λείψανα, Soph. El. 1102. Ggstz von μέγας, O. R. 1083 u. sonst; αἰτίας μικρᾶς πέρι, Eur. Andr. 387; μικρὸς ὁρᾶν vrbdt Ar. Pax 787; πόλις, Xen. Hell. 5, 2, 25; μικρῶν προςτεϑέντων, Isocr. 4, 30; τοὺς μεγαλους μικροὺς ποιεῖν, niedrig, im Ggstz von hochgestellten, Xen. An. 3, 2, 10; ἀργύριον οὐκ ἔχω ἀλλ' ἢ μικρόν τι, wenig, 7, 7, 53, wie μικρὸν ἀργυρίδιον Ar. Plut. 240; bes. auch von der Gesinnung, kleinlich, niedrig denkend, Plut. u. a. Sp. – Adverbial μικρόν, um ein wenig, kaum, Xen. An. 1, 3, 2 u. öfter,. ein weniges, so προϊέναι u. ä.; μικροῦ, beinahe, μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισεν, Cyr. 1, 4, 9; μικροῦ ἀπεκτείνατε, Dem. 24, 135; Pol. 2, 61, 5 u. Sp.; vollständig μικροῠ δεῖν, Dem. 18, 269; Luc. Somn. 16, u. Plut. öfter; auch οὐ μικρῷ, πολλῷ δὲ γενναιότεροι, nicht um ein weniges, Pol. 1, 64, 6 (vgl. Plat. Legg. III, 698 b); παρὰ μικρὸν ἦλϑον ἀπολέσαι τὰ πράγματα, beinahe, 1, 43, 7; vgl. οὐδὲ παρὰ μικρὸν ἦν κρεῖττον, nicht um ein weniges, 12, 20, 7; παρὰ μικρὸν ἦλϑεν ψυχὴν διακναῖσαι, Eur. Heracl. 295; παρὰ μικρὸν ἦλϑον ἄκριτος ἀποϑανεῖν, Isocr. 17, 42; – κατὰ μικρόν, allmälig, Luc. Gymn. 26; Plut. – Compar. μικρότερος, Luc. Calumn. 3; Plut. u. a. Sp. – Superl. μικρότατος, Xen. Oec. 8, 11; Luc. hist. conscr. 27 u. sonst. – Als unregelmäßige Comp. gehören dazu ἐλάττων, με 'ων u. μειότερος, und Superl. ἐλάχιστος, μεῖστος u. μειότατος, die man einzeln nachsehe. – [Nur bei spätern schlechten Dichtern ist ι zuweilen kurz, Iac. A. P. p. 178. 798.]
-
3 μικρός
μικρός, klein; δέμας μὲν μικρός, klein von Körper; von der Zeit; von andern Dingen; τοὺς μεγαλους μικροὺς ποιεῖν, niedrig, im Ggstz von hochgestellten; ἀργύριον οὐκ ἔχω ἀλλ' ἢ μικρόν τι, wenig; bes. auch von der Gesinnung: kleinlich, niedrig denkend. Adverbial μικρόν, um ein wenig, kaum; ein weniges, so προϊέναι u. ä.; μικροῦ, beinahe; auch οὐ μικρῷ, πολλῷ δὲ γενναιότεροι, nicht um ein weniges; οὐδὲ παρὰ μικρὸν ἦν κρεῖττον, nicht um ein weniges; κατὰ μικρόν, allmählich
См. также в других словарях:
δέμας — το (Α δέμας) (α. «μικρός το δέμας» μικροκαμωμένος β. «δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῑος» με θεϊκό παράστημα αρχ. 1. (περιφραστικά) «μητρῷον, πατρῷον δέμας» η μητέρα, ο πατέρας 2. «Ἀστερίας δέμας» η Δήλος 3. «Δάμαρτος ἀκτᾱς δέμας» το ψωμί 4. «δέμας πυρός… … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
μαχητής — ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM μαχητής, Α αιολ.τ. μαχαίτας, δωρ. τ. μαχατάς, λακων. τ. μαχατάρ και, κατά τον Ησύχ., μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, ίδος ή μαχῆτις ιδος) 1. αυτός που μάχεται με ανδρεία, ο θαρραλέος ή ορμητικός πολεμιστής («Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν… … Dictionary of Greek